Η καταξιωμένη Καρίνα Κανελλάκη είναι η πρώτη ελληνικής καταγωγής αρχιμουσικός που έχει ανέβη, για πρώτη φορά πέρσι, στο πόντιουμ της ιστορικής ορχήστρας.
Του Φώτη Καλιαμπάκου-Special to the Hellenic News of America
Οι Έλληνες ή ελληνικής καταγωγής αρχιμουσικοί οι οποίοι έχουν καταφέρει να φτάσουν στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης είναι ελάχιστοι. Χρειάστηκαν πολλές δεκαετίες μετά τον εμβληματικό Δημήτρη Μητρόπουλο (1896-1960), ο οποίος υπήρξε για έντεκα χρόνια από το 1949 έως το 1960 ο μουσικός διευθυντής της ορχήστρας, για να έρθει το πλήρωμα του χρόνου για κάτι τέτοιο. Από το 2013 ξεκίνησε η σχέση του ομογενούς αρχιμουσικού Κωνσταντίνου Κιτσόπουλου με την ορχήστρα, ενώ το 2016 ανέβηκε στο πόντιουμ της ιστορικής ορχήστρας και ο κορυφαίος Έλληνας μουσικός, βιολονίστας και αρχιμουσικός, Λεωνίδας Καβάκος.
Thanks for reading Hellenic News of America
Τον προηγούμενο Απρίλη η νεαρή, αλλά ήδη καταξιωμένη, με πολλές διεθνείς διακρίσεις και παρουσία και στην Ευρώπη, αρχιμουσικός Καρίνα Κανελλάκης, έγινε η πρώτη γυναίκα με ελληνική καταγωγή που διηύθυνε την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Η Καρίνα Κανελλάκη επανήλθε και φέτος την εβδομάδα που μας πέρασε για μια σειρά συναυλιών με την ορχήστρα.
Για την ίδια αυτή η εμφάνιση είναι, όπως έγραψαν πέρσι οι New York Times, και ένα είδος επιστροφής στην γενέτειρά της, αφού η νεαρή αρχιμουσικός μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη. H επίσης μουσικός μητέρα της Sheryl κατάγεται από το Tennessee. O πατέρας της είναι ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Martin Canellakis
Η Karina Canellakis σπούδασε αρχικά βιολί στο διακεκριμένο Curtis Institute
Είναι από το 2019 η μόνιμη αρχιμουσικός της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας και ζει με την οικογένειά της στην Ολλανδία, ενώ είναι και η Πρώτη Επισκέπτης Μαέστρος της επίσης διακεκριμένης Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Με τη Φιλαρμονική του Λονδίνου ήταν προγραμματισμένο πέρσι το Μάρτιο και το ντεμπούτο της στην Αθήνα, με την αίθουσα να είναι κατάμεστη και την παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας. Όμως λόγω μιας ξαφνικής αδιαθεσίας δεν μπόρεσε να διευθύνει και την συναυλία «έσωσε» κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή η προθυμία, αλλά και η ικανότητα του Διονύση Γραμμένου να την αντικαταστήσει.
Το πρόγραμμα της φετινής της εμφάνισης στη Νέα Υόρκη ήταν αφιερωμένο αποκλειστικά σε έργα του εικοστού αιώνα, με την αρχιμουσικό να έχει μια εκλεκτική συγγένεια με μοντερνιστικά αλλά και σύγχρονα έργα.
Η συναυλία ξεκίνησε με το έργο “Lumière et pesanteur” (Φως και βαρύτητα) της Kaija Saariaho (1952-2023). Το έργο είναι εμπνευσμένο από κείμενα της φιλοσόφου και ακτιβίστριας και ασκητή (της Χριστιανικής θρησκείας) Simone Weil (1909—1943), η οποία πέθανε σε νεαρή ηλικία στη Μεγάλη Βρετανία όπου είχε καταφύγει για να γλιτώσει από την κατεχόμενη από τους Ναζί Γαλλία. HSaariaho η οποία χωρίς όπως δηλώνει να συμφωνεί σε πολλά πράγματα έχει επηρεαστεί από το ο έργο της Weil και σε διάλογο με τις ιδέες του είχε δημιουργήσει το ορατόριο “La Passion de Simone”, σε επίσης διαλεκτική σχέση με τη μεγάλη μουσική παράδοση των θρησκευτικών ορατορίων που κατέχουν κυρίαρχη θέση στη δυτική παιδεία, με τα «Κατά Ματθαίον Πάθη» του Μπαχ να βρίσκονται στην κορυφή αυτού του καταλόγου. Μια ορχηστρική εκδοχή ενός τμήματος αυτού του έργου που δημιούργησε η συνθέτης αργότερα ήταν το δεκάλεπτο έργο του προγράμματος, με τη συνθέτη να θέλει να αποδώσει τα αντιθετικά στοιχεία του σύμπαντος όπως το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι. Το ατμοσφαιρικό έργο με όλη την ορχήστρα να προσπαθεί να αποδώσει ένα είδος απεικόνισης κάποιων από αυτά τα στοιχεία και κίνησης από το ένα στο άλλο, σαν ένα είδος εκκρεμούς, χωρίς όμως να εκλείπει κάποιο, όπως θέλει η συνθέτης, αποδόθηκε από την αρχιμουσικό και την ορχήστρα με ιδιαίτερη ακρίβεια και ισορροπία μεταξύ των γκρουπ των οργάνων με την Κανελλάκη να έχει κυριαρχική θα λέγαμε εποπτεία τόσο του έργου, όσο και του μουσικού γίγνεσθαι.
Στο ίδιο πνεύμα προσπάθειας απόδοσης μεταφυσικών νοημάτων και σκέψεων, αλλά πιο σαφώς θρησκευτικό, το έργο του Olivier Messiaen “Les Offrandes oubliées”, αφού εδώ ο ίδιος ο συνθέτης είναι βαθιά θρησκευόμενος, έχει και αυτός τις «σκοτεινές» εμπειρίες από τον πόλεμο και το έργο δημιουργεί μια κατανυκτική ατμόσφαιρα στην αρχή και στο τέλος με τα πολύ εκφραστικά έγχορδα σε ήχους που είναι εμπνευσμένοι από την μοντερνιστική ή και μεταρομαντική παράδοση να ευθύνονται, ενίοτε στις υψηλές τονικές περιοχές και με έντονο βιμπράτο να ευθύνονται για την καθηλωτική μυστηριακή ατμόσφαιρα, ενώ το ενδιάμεσο τμήμα του έργου, ένα βίαιο κατακλυσμιαίο, ρυθμικά πολύπλοκο, δαιδαλώδες ξέσπασμα της ορχήστρας ήταν καθηλωτικό. Και εδώ η ακρίβεια, ο έλεγχος του ρυθμού, η ευκρίνεια όλων των λεπτομερειών από την πλευρά της ορχήστρας και της αρχιμουσικού, η οποία επιτεινόταν από την νέα, μετά την ανακαίνιση, ακουστική της αίθουσας, ήταν άκρως εντυπωσιακή, ενώ τα χαρακτηριστικά έγχορδα της ορχήστρας δημιούργησαν μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, παρά το γεγονός ότι και πάλι η έμφαση ήταν περισσότερο στην ευκρίνεια και την ανάλυση και όχι τόσο στην έκφραση, με το κοινό να αφήνει ένα κενό μεταξύ του τέλους του έργου και της αρχής του χειροκροτήματος, κάτι που επεδίωξε και η αρχιμουσικός κρατώντας τα χέρια της με ένταση ψηλά, στην κατά τη γνώμη μας κορυφαία ερμηνεία της βραδιάς.
Στο ίδιο κλίμα και το παραδοσιακό έργο του προγράμματος. Γρήγορα τέμπι, δυναμικές εναλλαγές, έλεγχος της ορχήστρα και απόλυτα «διάφανα» νερά στην υπέροχη «Θάλασσα» του Claude Debussy, με την αναλυτική προσέγγιση να κυριαρχεί σε σχέση με τη έκφραση και την ατμόσφαιρας.
Είχε προηγηθεί το Κοντσέρτο για Βιολί και Ορχήστρα του Alban Berg με σολίστ τη νεαρή Γερμανίδα Veronika Eberle. Και εδώ η Κανελλάκης απέσπασε από την ορχήστρα μία έξοχη ορχηστρική απόδοση, η οποία και πάλι τόνιζε την καθαρότητα των μορφών, τις δυναμικές γραμμές και, θα λέγαμε αν μας επιτρέπεται αυτή απλούστευση, τόνιζε και αναδείκνυε τις μορφές, δηλαδή την μοντερνιστική διάσταση του έργου, και όχι τόσο την προέλευσή του από την μεταρομαντική παράδοση. Η Veronika Eberle επέδειξε εξαιρετικές τεχνικές αρετές και συνέπεια στην όμορφη, συναισθηματικά ίσως ελαφρά συγκρατημένη, σίγουρα όμως δομημένη και μεστή, αβίαστη, θα λέγαμε προσέγγισή της στο έργο. Κάποιες στιγμές η έντασή της ίσως να μην ήταν επαρκής και καλύπτονταν από την ορχήστρα, αλλά οι όποιες λεπτομέρειες δεν ανατρέπουν το σίγουρα επιτυχές ντεμπούτο της με τη Φιλαρμονική η οποία απέσπασε το έντονο χειροκρότημα του κοινού και το οποίο η ίδια ανταπέδωσε με ένα ανκόρ (από τη σονάτα του Προκόφιεφ).
Τοι κοινό στην τέταρτη και τελευταία συναυλία της σειράς την Τρίτη 18 Φεβρουαρίου ανανέωσε με ένα ιδιαίτερα θερμό χειροκρότημα μέχρι την επόμενη φορά, η οποία σίγουρα δε θα αργήσει για τη διακεκριμένη αρχιμουσικό, την Καρίνα Κανελλάκη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι φωτογραφίες του Chris Lee είναι μια ευγενική προσφορά της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης.
Ο Φώτης Καλιαμπάκος είναι μέλος της Ένωσης Μουσικοκριτικών Βορείου Αμερικής (MCANA).