Ο Ερντογάν σε εκδήλωση μπροστα σε Τούρκους στρατιώτες έκανε την ακόλουθη προκλητική δήλωση αναφορικά με τον Αττίλα και την εισβολή στην Κύπρο «οι Τουρκοκύπριοι επέστρεψαν από το χείλος της γενοκτονίας» πριν από μισό αιώνα, ο Ερντογάν είπε: «Κατά τη διάρκεια της ειρηνευτικής επιχείρησης του 1974, μαρτύρησαν στρατιώτες μας. Παρ’ όλες τις πιέσεις, αν δεν υπήρχε η επέμβαση της Τουρκίας, δεν θα υπήρχε σήμερα ούτε η Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου ούτε οι Τουρκοκύπριοι. Στην πραγματικότητα, ίσως, αν είχαμε επικεντρωθεί στον νότο – το λέω ως παιδί του σήμερα – δεν θα υπήρχε πια νότος ή βορράς και η Κύπρος θα ήταν εξ ολοκλήρου δική μας».
Αν και η δήλωση θυμίζει τις συνήθεις εμπρηστικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου ( που μάλιστα έρχεται λίγο πριν τις τουρκικές εκλογες και αμέσως μετά τη παρέμβαση Μητσοτακη και Χριστοδουλίδη στη Αίγυπτο) ειναι αναμφίβολα μια επίσημη αναθεωρητική δήλωση που στην σημερινή φλεγόμενη Ανατολή δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη ούτε από τη ελληνική ούτε από τη διεθνή κοινή γνώμη. Άλλωστε αν δεν είναι στην πραγματικότητα, σίγουρα θυμίζει αναδρομική διεκδίκηση ή αναθεώρηση συνόρων. Και αυτή προφανώς μπορεί να οδηγήσει αν μη τι άλλο σε διπλωματικές εντάσεις.
Ποια ιστορικά γεγονότα συστηματικού αναθεωρητισμού μπορούμε να θυμηθούμε; Χαρακτηριστικές ειναι οι ακόλουθες αναθεωρητικές δηλώσεις και οι συνέπειες τους.
Ένα ιστορικό παράδειγμα είναι η ομιλία του Αδόλφου Χίτλερ πριν την εισβολή στο Σουδητικό Κράτος της Τσεχοσλοβακίας το 1938. Ο Χίτλερ έκανε πολλές ομιλίες όπου εκφράστηκε περί της “αναδρομικής διεκδίκησης” εδαφών, ισχυριζόμενος ότι ορισμένες περιοχές με γερμανόφωνο πληθυσμό έπρεπε να ανήκουν στη Γερμανία. Ένα από τα πιο επίμαχα εδάφη ήταν το Σουδητικό Κράτος, μια περιοχή με σημαντικό γερμανόφωνο πληθυσμό που βρισκόταν στα σύνορα της Τσεχοσλοβακίας με τη Γερμανία.
Στις ομιλίες του προς τον γερμανικό στρατό και το ευρύτερο κοινό, ο Χίτλερ χρησιμοποίησε εθνικιστικά και αναθεωρητικά επιχειρήματα, διεκδικώντας την επανένωση των γερμανόφωνων περιοχών με τη Γερμανία ως μέρος της πολιτικής του για τον “ζωτικό χώρο” (Lebensraum). Τον Σεπτέμβριο του 1938, μετά από μια σειρά πολιτικών κινήσεων και διπλωματικών πιέσεων, συνήφθη η Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία η Τσεχοσλοβακία αναγκάστηκε να παραχωρήσει το Σουδητικό Κράτος στη Γερμανία, μια κίνηση που επέτρεψε στον Χίτλερ να προβάλει την επιτυχία της αναδρομικής διεκδίκησης χωρίς στρατιωτική σύγκρουση, προσωρινά τουλάχιστον.
Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα είναι οι ομιλίες του Σαντάμ Χουσεΐν πριν την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990. Ο Χουσεΐν δικαιολόγησε την εισβολή ως “απελευθέρωση” και “επανένωση” του Κουβέιτ με το Ιράκ, ισχυριζόμενος ότι το Κουβέιτ αποτελούσε ιστορικά μέρος του Ιράκ πριν την αποικιακή εποχή και την τεχνητή διαίρεση των συνόρων που ακολούθησε.
Σε στρατιωτικές και δημόσιες ομιλίες, παρουσίασε το Κουβέιτ ως απώλεια εδάφους που αδίκως αποσπάστηκε από το Ιράκ λόγω ξένης επέμβασης και ότι η επανένταξή του ήταν θέμα εθνικής τιμής και δικαιοσύνης. Ο Χουσεΐν επεδίωκε επίσης να ενισχύσει τον έλεγχο πάνω στις πλούσιες πηγές πετρελαίου του Κουβέιτ και να επεκτείνει την επιρροή του στην περιοχή.
Η διεθνής κοινότητα αντέδρασε σθεναρά στην εισβολή, με τον ΟΗΕ να επιβάλλει κυρώσεις στο Ιράκ και τελικά, τη διεξαγωγή του Πολέμου του Κόλπου το 1991, όπου μια διεθνής συμμαχία υπό τις Ηνωμένες Πολιτείες ανέτρεψε τις ιρακινές δυνάμεις στο Κουβέιτ.
Ο Νεχρού, ως πρωθυπουργός, υποστήριζε την ιδέα της παγκόσμιας ειρήνης και συνεργασίας και ήταν ένας από τους βασικούς υποστηρικτές του Μη Ευθυδικού Κινήματος. Ωστόσο, η προσέγγισή του στο θέμα των συνόρων με την Κίνα ήταν σθεναρή και αποφασιστική, ειδικά σχετικά με τις διεκδικήσεις της Ινδίας στον Αρουνατσάλ Πραντές και στην περιοχή του Αξάι Τσιν.
Κατά τη δεκαετία του 1950, η Ινδία υιοθέτησε την πολιτική της “προς τα εμπρός” (Forward Policy) στις διαφιλονικούμενες περιοχές, κατασκευάζοντας στρατιωτικά οχυρώματα και αυξάνοντας την παρουσία του στρατού σε αυτές τις περιοχές, με σκοπό την ενίσχυση των ισχυρισμών της Ινδίας επί των εδαφών αυτών. Αυτές οι ενέργειες ερμηνεύτηκαν από την Κίνα ως προκλητικές, οδηγώντας σε αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών.
Παρόλο που ο Νεχρού είχε αρχικά επιδιώξει να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με την Κίνα μέσω της πολιτικής της “Παντσιλ”, οι συνεχιζόμενες διαφωνίες για τα σύνορα και οι κινεζικές παρεμβάσεις στις διαφιλονικούμενες περιοχές οδήγησαν στην επιδείνωση των σχέσεων. Οι εντάσεις κορυφώθηκαν τελικά με την έκρηξη του Ινδοκινεζικού Πολέμου τον Οκτώβριο του 1962, όπου η Κίνα εξαπέλυσε μια στρατιωτική επίθεση στις διαφιλονικούμενες περιοχές.
Ο πόλεμος έληξε με την ουσιαστική νίκη της Κίνας και την κατάληψη του Αξάι Τσιν, αλλά η Κίνα αποσύρθηκε από τον Αρουνατσάλ Πραντές. Ο πόλεμος είχε βαθιές συνέπειες για την Ινδία, τόσο στρατιωτικά όσο και διπλωματικά, και σημάδεψε αρνητικά την πολιτική κληρονομιά του Νεχρού.