Οι Ευρωπαίοι αγρότες είναι στην επικαιρότητα τους τελευταίους μήνες λόγω των έντονων διαμαρτυριών κατά των πολιτικών για το κλίμα, οι οποίες επιβαρύνουν δυσανάλογα τα ήδη χαμηλά περιθώρια κέρδους τους, καθώς και των εμπορικών συμφωνιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ισχυρίζονται ότι εκθέτουν τους αγρότες σε αθέμιτο ανταγωνισμό από παγκόσμιους παραγωγούς. Σε συνδυασμό, οι δίδυμες πιέσεις έχουν ριζοσπαστικοποιήσει πολλούς στον κλάδο, ενώ φέρνουν στο επίκεντρο τις κλιματικές και εμπορικές πολιτικές της ΕΕ.
Ωστόσο, λιγότερη προσοχή έχει δοθεί σε έναν πιο ήσυχο αλλά εντούτοις σημαντικό κίνδυνο που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή γεωργία: τις στρεβλώσεις που εισάγονται στον τομέα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική ή ΚΓΠ του μπλοκ και τον αντίκτυπό τους στην ασφάλεια του εφοδιασμού τροφίμων της Ευρώπης.
Η πρώτη επανάληψη της ΚΓΠ εισήχθη από τα έξι ιδρυτικά μέλη της τότε Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας ή ΕΟΚ το 1962. Ο κύριος στόχος της ήταν να αυξήσει την παραγωγή τροφίμων, η οποία είχε μειωθεί δραστικά τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια λόγω ελλείψεων εργατικού δυναμικού και ζημιών στη γεωργική γη. Η πολιτική στόχευε επίσης στην αύξηση των μισθών των αγροτών και στη βελτίωση της επισιτιστικής ασφάλειας, προσφέροντας στους αγρότες μια «εγγυημένη τιμή για την παραγωγή τους και καθιερώνοντας δασμούς για εξωτερικά προϊόντα». Τον επόμενο μισό αιώνα, η ΚΓΠ ήταν καίριας σημασίας για τον μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής γεωργίας, συμβάλλοντας στην εισαγωγή ενός μοντέλου αγρο-επιχειρήσεων που αύξησε την παραγωγή αλλά με κόστος την εκδίωξη χιλιάδων αγροτών από τη γη, την υποβάθμιση του περιβάλλοντος και τον πλουτισμό των μεγαλογαιοκτημόνων σε βάρος των μικρότερων. Ως αποτέλεσμα, απειλεί πλέον τη μακροπρόθεσμη ασφάλεια των προμηθειών τροφίμων του μπλοκ.